Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

3. España...


3.1 Ήθελα …να μείνω για πάντα στην Ισπανία!

Όταν ήμουν 5 χρονών οι γονείς μου με πήραν μαζί τους στην Ισπανία. Ο μπαμπάς μου έπρεπε να μείνει στο Cadiz για 4 μήνες λόγω της δουλειάς του και η μαμά μου, σχετικά νιόπαντρη και πολύ ερωτευμένη δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα μείνει μακριά του έστω και μια μέρα. Έτσι, άφησαν τη μικρή Νικολέττα στην γιαγιά μας και αποφάσισαν να πάρουν εμένα, την μεγάλη τους κόρη, μαζί. Παρά το γεγονός ότι δεν φημίζομαι για την μνήμη μου (αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσει και η αδερφή μου, η οποία με φωνάζει χρυσόψαρο… έλεος) είναι απίθανο το ότι έχω κάποιες διάσπαρτες αναμνήσεις από την διαμονή μας εκεί. Θυμάμαι λοιπόν χαρακτηριστικά:


1. Πως βρίσκομαι πάνω σε ένα τραπέζι και γύρω μου κοπέλες και αγόρια να χειροκροτούν.      
2. Εμένα να κλαίω σπαρακτικά κι ένα σύννεφο καπνού.

Ρώτησα λοιπόν πρόσφατα την μαμά αν αυτές οι εικόνες που είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχαν κάποιο υπόβαθρο. Αν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο ή αν ήταν της φαντασίας μου. Εκτός του ότι έπαθε ένα σοκ όταν την ρώτησα, λέγοντάς μου πως: Eδώ δεν θυμάσαι τι έφαγες χτες, πως γίνεται να θυμάσαι τι έκανες όταν ήσουν 5 χρονών! (Ε, έχει κι ένα δίκιο η γυναίκα, ακόμα κι εμένα μου ακούγεται παράξενο, τι να πω?  X File). Μου διηγήθηκε λοιπόν τα εξής…

Το ξενοδοχείο που μέναμε είχε ένα bar και διοργάνωνε βραδιές flamenco με πολύ χορό και live μουσική. Κάποια βράδια οι δικοί μου, μη έχοντας που να με αφήσουν, με έπαιρναν μαζί τους. Σύμφωνα λοιπόν με τα λεγόμενά της μαμάς, με είχε μάθει όλο το προσωπικό του μαγαζιού. Ερχόντουσαν  όλοι στο τραπέζι μας κι έπαιζαν μαζί μου, με χόρευαν, μέχρι και το μικρόφωνο μου έδιναν να πω κι εγώ κανα τραγουδάκι. Μα πόσο νούμερο πια! Μπορεί να μην καταλάβαινα τίποτα απ’ ότι μου έλεγαν αλλά προφανώς εγώ την είχα καταβρεί. Χάζευα σαν χάνος τους χορευτές και τους τραγουδιστές. Ανέβαινα πάνω στο τραπέζι κι έκανα τα δικά μου κι όλοι μου φώναζαν: Ole! Hola guapa! Και δώστου το χειροκρότημα. Και φυσικά είχα ερωτευτεί έναν από τους κιθαρίστες. Όταν πηγαίναμε στο bar ήμουν το καλύτερο κορίτσι, δεν γκρίνιαζα, δεν έκλαιγα μέχρι την στιγμή που με τράβαγαν απ’ το μαλλί για να φύγουμε. Αν μπορούσε αυτό το μαγαζί να λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο, είμαι 99% σίγουρη πως για να με ξεφορτωθούν, θα με παράταγαν εκεί με νταντά τον κιθαρίστα! Η καλύτερή μου!

 Όσο για τον καπνό, έχει κι αυτό την εξήγησή του. Οι γονείς μου ήταν και οι δυο καπνιστές. Τους έβλεπα κι εγώ με ένα τσιγάρο παφα πουφα, ε , ήθελα να καπνίσω. Αφού λοιπόν τους είχα σπάσει τα νεύρα, η έξυπνη μαμά είπε το ναι κι έκανε κίνηση Roi Mat. Αντί να μου βάλει το αναμμένο τσιγάρο στο στόμα, το έφερε απλά κοντά στα ματάκια μου τα οποία άρχισαν να τσούζουν από τον καπνό και φυσικά ξέσπασα σε κλάματα. Τραυματική εμπειρία.

Συμπεράσματα:
1.       Ήμουν ψώνιο από μικρή και ήθελα να με χειροκροτάνε.
2.       Μου άρεσε το flamenco και η δυνατή μουσική, ο χορός, το τραγούδι και όλα τα συναφή κλαπατσίμπαλα.
3.       Ήθελα να κάνω πάντα το δικό μου και φυσικά ξεκίνησα το κάπνισμα. (Όχι στα 5 αλλά στα 20) και αυτό οδηγεί στο επόμενο συμπέρασμα.
4.       Ήμουν πιο έξυπνη όταν ήμουν μικρή.

5.       Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που ήθελα να μείνω εκεί για πάντα, να μεγαλώσω και να παντρευτώ τον κιθαρίστα. Αυτός να μου παίζει μουσική κι εγώ να χορεύω. And they lived happily ever after.

Ole!



 3.2 Θέλω …να ξαναπάω στην Ισπανία! 

Εδώ και πολλά χρόνια ήθελα να επισκεφτώ την συγκεκριμένη χώρα. Πάντα κάτι με τραβούσε προς τα εκεί αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν αυτό. Πριν 2 χρόνια λοιπόν, το καλοκαίρι του 2009 κι ενώ προσπαθούσα να συνέλθω από έναν ακόμα χωρισμό, μου ήρθε η ιδέα για ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Ήθελα να αλλάξω παραστάσεις, να ξεχαστώ, να ζήσω μια περιπέτεια. Δεν είχα πάει ποτέ στο εξωτερικό μόνη μου κι έτσι απευθύνθηκα στο ταξιδιωτικό γραφείο που πάντα επέλεγαν οι γονείς μου όταν ήθελαν να ταξιδέψουν εκτός Ελλάδος. Ο προορισμός? Barcelona! Το ανέφερα στην αδερφή μου και ξετρελάθηκε με την ιδέα. Ήμασταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση τότε οπότε ήταν πιο εύκολο να πάρουμε την απόφαση και να το κάνουμε πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν πήγα στο γραφείο και το έκλεισα. Πετάγαμε με Vueling στις 4 το χάραμα. Ήμασταν και οι δυο τόσο πολύ ενθουσιασμένες που δεν κλείσαμε μάτι όλη νύχτα, πακετάραμε τις βαλίτσες μας και φτάσαμε στο αεροδρόμιο περίπου 3 ώρες πριν την πτήση. Είχαμε αρκετό χρόνο για την κλασσική ιεροτελεστία μας. Τυρόπιττα και καφές από τον Γρηγόρη (μα τι τυρόπιττα είναι αυτή, μπουκιά και συχώριο), τσιγαράκι και κουβέντα για το τι θα κάνουμε μόλις φτάσουμε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η ώρα και πήγαμε για το check in. Το χαμόγελο έμοιαζε να έχει κολλήσει στα χείλη μας. Για μένα προσωπικά το αεροδρόμιο είναι κάτι σαν το χωριό του Αι Βασίλη. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα δεις μπροστά σου, που θα βρεθείς και τι μαγικό μπορεί να σου συμβεί. Το στομάχι μου πεταρίζει και μόνο στην ιδέα του ότι βρίσκομαι στο αεροδρόμιο με ένα εισιτήριο στο χέρι.

 Όταν φτάσαμε στην Barcelona ήταν 6 το πρωί. Μπαίνοντας στο πουλμανάκι μαζί με τους συνταξιδιώτες μας, τότε πια συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν όλοι ζευγαράκια. Τι καλά! Όλοι οι δεσμευμένοι και τα δυο μπακούρια. Ναι, ένιωσα σαν γεροντοκόρη, ναι, ήμουν ένα πτώμα, ναι, ήθελα να κάνω ένα μπάνιο γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη, ναι, ήθελα πως και πώς να πάω στο ξενοδοχείο. Καθίσαμε λοιπόν στις θέσεις μας και ονειρευόμασταν την ντουζιέρα και το κρύο γάργαρο νερό να τρέχει πάνω στο ιδρωμένο κορμί μας, όταν ο ξεναγός είπε αυτό που κανείς μας δεν περίμενε.

Και τώρα θα πάμε στο Parc Güell!

Άκουσα καλά ή με γελούν τα αυτάκια μου? Τι λέει αυτός μωρέ? Ποιο πάρκο 7 η ώρα το πρωί? Δεν έχει καν ξημερώσει!

Αυτές οι σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου όταν είπε και το ακόλουθο.

Μετά από το Parc Güell, θα επισκεφτούμε την Sagrada Familia, το Βarrio Gotico και θα σταματήσουμε για έναν καφέ στο Port Vell. Αφού πιούμε το καφεδάκι μας, θα πάμε να δούμε το Estadi Olímpic και θα καταλήξουμε στο Pueblo Español όπου θα έχετε μία ολόκληρη ώρα στην διάθεσή σας για να κάνετε την βόλτα σας και κατά τις 1 που θα είναι έτοιμα τα δωμάτιά σας, θα σας αφήσουμε στο ξενοδοχείο.

What?! Αυτός δεν άφησε και τίποτα! Μέσα σε 6 ώρες θα τα έχουμε δει όλα! Να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα? Γυρνάω και κοιτάω τη Νικολέτα, η οποία είχε χάσει την λαλιά της.  Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Θέλαμε δεν θέλαμε θα ακολουθούσαμε το γκρουπ. Πάει και τέλειωσε.

Το tour λοιπόν είχε ως εξής. Κατέβα τα σκαλάκια του πούλμαν, περπάτα, θαύμασε το αξιοθέατο για 20 λεπτά, ανέβα τα σκαλάκια και πάμε πάλι απ’ την αρχή. Κοιμόμασταν όρθιες, δεν βλέπαμε την μύτη μας από τη νύστα, είχαμε λιώσει από την ζέστη, πόναγαν οι τετρακέφαλοι από το πάνω κάτω και τρέχαμε πανικόβλητες  να προλάβουμε το πούλμαν γιατί απ’ ότι φαίνεται ήμασταν και οι μόνες που θέλαμε να βγάλουμε φωτογραφίες και να αγοράσουμε κι ένα αναμνηστικό (αχ που είναι αυτοί οι Κινέζοι όταν τους έχεις ανάγκη ε?). Όταν πια φτάσαμε στο Pueblo Español και είχαμε λίγο χρόνο παραπάνω να γυρίσουμε μόνες μας, τότε ουσιαστικά συνειδητοποίησα που βρισκόμουν. Στην υπέροχη λαμπερή και μαγευτική Ισπανία. Το Pueblo ήταν ένα συνονθύλευμα διάφορων ισπανικών πόλεων κι έτσι μπορούσες να πάρεις μια γενική ιδέα. Ήταν σαν όλες αυτές τις ώρες να κοιμόμουν και ξαφνικά να ξύπνησα μέσα σ’ ένα παραμυθένιο κάστρο. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Ναι! Ήμασταν στην Ισπανία. Και ένα παράξενο συναίσθημα με κατέκλυσε. Ένιωσα σα να ανήκα πάντα εδώ. Σα να ήμουν σπίτι μου…

To be continued





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνώμη σας μετράει.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου