Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

2.1 Μπορούσα…να τυραννάω την αδερφή μου.


Το 1977 η μαμά μου έφερε στον κόσμο ένα στραβομούτσουνο κοριτσάκι με μια πλακουτσωτή μύτη. Ήταν τόσο μικροσκοπικό που όλοι το φώναζαν παντοφλάκι. Δεν είχαν ιδέα όμως ότι ένα τόσο δα μωράκι μπορεί να κάνει τόση πολύ φασαρία. Ναι, ήμουν κλαψιάρικο, ναι ήμουν εκνευριστικό, ναι, δεν με άντεχε ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, ναι ήμουν ένα μικρό διαολάκι. Φυσικά και δεν θυμάμαι τίποτα από τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής μου κι όταν ρώτησα τους γονείς μου για τότε κατάλαβα πως ούτε κι αυτοί θέλουν να τα θυμούνται. Γι’ αυτό λοιπόν τα προσπερνάω και πάω παρακάτω. Το 1981 ο καλός ο πελαργός μας έφερε κι ένα δεύτερο μωράκι. Την μικρή μου αδερφή, Νικολέττα-Μαρία. Κατάξανθη, με ροδοκόκκινα αφράτα μαγουλάκια, σαν μία μικρή νεραιδούλα βγαλμένη από παραμύθι. Και φυσικά ήταν το ακριβώς αντίθετο από μένα. Ένας άγγελος. Αυτό το παιδί δεν ακουγόταν, δεν γκρίνιαζε, δεν έκλαιγε, όλο χαμογελούσε και καθόταν πάντα ήσυχη κι έπαιζε με τα παιχνίδια της. Ήταν σα να μην υπήρχε μέσα στο σπίτι και φυσικά αυτό μου έσπαγε τα νεύρα. Ήταν τόσο αγαθή και καλή που μόλις έκανα καμιά αταξία, εκείνη πήγαινε κατ’ ευθείαν στην μαμά και της τα έλεγε όλα. Γι’ αυτό και την φώναζα ΚαρφοMαρία και σαν μεγαλύτερη αδερφή, κι αφού ήταν τόσο μα τόσο υπάκουη, έβρισκα πάντα έμμεσους τρόπους για να την τιμωρώ. Τα βασανιστήρια ήταν αργά , ύπουλα και πάντα υπό την μορφή παιχνιδιού.
Ένα από τα αγαπημένα μου ‘’παιχνίδια’’ ήταν το παρακάτω:
Βάζεις τη μικρή σου αδερφούλα στο καρεκλάκι της και βεβαιώνεσαι ότι έχεις δέσει σφιχτά την ζώνη ασφαλείας ώστε να μην μπορεί να ξεφύγει. Έχεις προνοήσει και της έχεις φορέσει μια αμάνικη μπλούζα. Της λες να κάνει απόλυτη ησυχία όσο παίζουμε το παιχνίδι γιατί αλλιώς ο μπαμπάς θα στις βρέξει. Μετά, πάντα με χαμόγελο, της εξηγείς τους όρους του παιχνιδιού. Θα σηκώσεις και τα δυο σου τα χεράκια ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορείς. Εγώ θα σε γαργαλάω για δυο ολόκληρα λεπτά κι εσύ δεν πρέπει να κατεβάσεις τα χεράκια σου. Αν τα καταφέρεις τότε σε προκαλώ να αντέξεις για 3, 4 ή 104 λεπτά. Αφού καταφέρει τα 2 λεπτά, μετά την κοροϊδεύεις ότι αποκλείεται να αντέξει παραπάνω. Εγώ ήξερα το κουμπί της και πάντα το έχαφτε όταν της έλεγα ότι δεν μπορεί επειδή είναι μικρή, κι ότι αν αντέξει μετά θα κάτσω κι εγώ να με γαργαλήσει. Έτσι λοιπόν την γαργαλούσα βασανιστικά κι όταν πια ερχόταν η σειρά μου λάμβανε πάντα την ίδια απάντηση. Εγώ είμαι πολύ μεγάλη για τέτοιου είδους παιχνίδια.
Η μόνη μου απογοήτευση πάντα, ήταν πως ποτέ δεν παραπονιόταν. Ότι και να της έκανα. Μόλις της έφερναν μία καινούρια κούκλα για παράδειγμα, εγώ αμέσως πήγαινα και της έκοβα τα μαλλιά (πάντα ήθελα να το πετύχω αυτό το ρημαδιασμένο το καρέ και ποτέ δεν τα κατάφερα). Όταν έτρωγε σοκολάτα της την άρπαζα μέσα από τα χέρια κι εκείνη δεν έβγαζε κιχ. Της διάβαζα παραμύθια κι έφτιαχνα το δικό μου φανταστικό τέλος, που φυσικά απείχε κατά πολύ από το πραγματικό, κι εκείνη καθόταν ήσυχα και με άκουγε. Μάταια προσπαθούσα να της σπάσω τα νεύρα. Τι ήθελα? Να κλάψει κι αυτή σαν παιδί που ήταν. Ξέρεις τι είναι να έχεις στο σπίτι σου την Μητέρα Τερέζα? Εγώ ξέρω. Και μπορεί τότε να πέταγα τις BiBi Bo μου στον τοίχο από τα νεύρα μου αλλά τώρα που μεγάλωσα μπορώ να πω με σιγουριά πως μόνο ένα πράγμα δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο: την αδερφή μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η γνώμη σας μετράει.

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου